καρπωτός

καρπωτός
καρπωτός
reaching to the wrist
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρπωτός — καρπωτός, όν (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό τού χεριού («χιτὼν καρπωτός» χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό τού χεριού, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, δικτυ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • καρπωτόν — καρπωτός reaching to the wrist masc/fem acc sg καρπωτός reaching to the wrist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”